- επανωκαλύμμαυχο, το
- επανωκαλύμμαυχο, το και (ε)πανωκαλύμμαυκο, το και επανωκαμήλαυκο, το κομμάτι μαύρου υφάσματος που καλύπτει το καλυμμαύχι και φτάνει ως τους ώμους επισκόπου, αρχιμανδρίτη ή καλόγερου ως διακριτικό γνώρισμα της μοναχικής τους ιδιότητας, το επιρριπτάριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.